χελύνη — χελύ̱νη , χελύνη lip fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελῦναι — χελύνη lip fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέλυς — υος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χελυΐδες αρχ. 1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.) 2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν» … Dictionary of Greek
χελύνιον — και χελύνειον, τὸ, ΜΑ [χελύνη (Ι)] 1. χελύνη, χείλος 2. σαγόνι, κάτω γνάθος 3. κομμάτι, κυρίως το στήθος, από το σφάγιο τής θυσίας 4. ο ουράνιος θόλος … Dictionary of Greek
χελύνας — χελύ̱νᾱς , χελύνη lip fem acc pl χελύ̱νᾱς , χελύνη lip fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθύνιον — και πιθ. τ. στηθήνιον, τὸ, Α υποκορ. μικρό στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος, πιθ. αναλογικά προς το χελ ύνιον, υποκορ. τού χελύνη] … Dictionary of Greek
χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… … Dictionary of Greek
χελυνάζω — και σχελυνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χελυνάζειν χλευάζειν και σχελυνάζει φλυαρεῖ και ἐσχελύνασεν ἐφλυάρησεν πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως μετονοματικά παράγωγα τού χελύνη (Ι) «χείλος», παρά να συνδεθούν… … Dictionary of Greek
χελυνοίδης — και χελυνίδης, ὁ, Α αυτός που έχει παχιά, εξογκωμένα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. *χελυνοιδῶ (< χελύνη (Ι) «χείλος» + οἰδῶ «πρήζομαι»), πρβλ. πε οίδης] … Dictionary of Greek
χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… … Dictionary of Greek